κλάδευσις

κλάδευσις
κλᾰδ-ευσις, εως, ,
A = κλαδεία, Aq., Sm.Ca.2.12, Gp.4.5.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλαδεύσει — κλάδευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κλαδεύσεϊ , κλάδευσις fem dat sg (epic) κλάδευσις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάδευσιν — κλάδευσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάδευση — η (AM κλάδευσις) [κλαδεύω] το κλάδεμα …   Dictionary of Greek

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

  • κλαδεύσεως — κλαδεύσεω̆ς , κλάδευσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”